Λένε πως στα βάθη του χρόνου, εκεί στις απαρχές, ο πρώτος άνθρωπος αμπελουργός που μόχθησε κάτω απ' τον ήλιο για να δαμάσει την άγρια άμπελο , όταν τόλμησε να γευτεί τον ζυμωμένο χυμό του σταφυλιού, βρέθηκε σε μια αλλόκοτη κατάσταση. Ο κόσμος έμοιαζε να παραμορφώνεται γλυκά γύρω του, σαν να τον έβλεπε μέσα από αινιγματικό, ρευστό γυαλί.
Μέσα σ' αυτή την ονειρική ζάλη, ένιωσε μια παρουσία, μια φωνή που πήγαζε από το ίδιο το πορφυρό υγρό. Ήταν το πνεύμα του οίνου που του μιλούσε, όχι με λέξεις, αλλά με αισθήσεις. Ένιωσε τη θλίψη του, φυλακισμένου στους σκοτεινούς, ψυχρούς τάφους των κελαριών, λαχταρώντας τη ζεστασιά της απελευθέρωσης.
Μέσα από τη θολούρα της πρώιμης μέθης, η φωνή του οίνου πρότεινε μια ιερή συμφωνία. Ζητούσε απελευθέρωση. Ζητούσε ως τελευταία του επιθυμία τη θαλπωρή της ζωντανής θερμότητας της ανθρώπινης σάρκας. Ζητούσε ο ουρανίσκος του ανθρώπου να γίνει το τελευταίο ζεστό του καταφύγιο, η πύλη προς την ελευθερία από τη μακρά μοναξιά της σκοτεινής ωρίμανσης.
Ως αντάλλαγμα, υποσχέθηκε να χαρίζει για πάντα αυτό ακριβώς που ο άνθρωπος ένιωθε εκείνη τη στιγμή: τη μαγική παραζάλη, την αίσθηση ότι ο κόσμος λυγίζει γλυκά, την ανατριχίλα, τη μακαριότητα της γεύσης και τη γλυκιά λήθη που μετατρέπει τον μόχθο σε ευλογία την απόδραση από την πεζή πραγματικότητα.
Και ο πρώτος αμπελουργός, παραδομένος στην πρωτόγνωρη έκσταση χαράς, νιώθοντας πως η απόκρισή του ήταν η φωνή όλων των μελλοντικών μυημένων που θα ακολουθούσαν, δέχτηκε. Μια αβίαστη, υπόκωφη κραυγή αποδοχής αντήχησε μέσα του. Ναι!
Ήταν όνειρο; Η παραίσθηση της πρώτης μέθης; Ή μήπως κάθε φορά που τα χείλη αγγίζουν τον οίνο, η παλιά αυτή συνθήκη ξαναζωντανεύει; Ο μύθος στέκει εκεί, μεθυστικός κι αβέβαιος, ψιθυρίζοντας πως ο άνθρωπος έγινε ο ζεστός λυτρωτής του οίνου, κι ο οίνος, η αιώνια, ρευστή υπόσχεση της γλυκιάς ζάλης.